- προνοοῦ
- προνοέωperceive beforepres imperat mp 2nd sg (attic)προνοοῦμαιperceive beforepres imperat mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Προνόου — Πρόνοος careful masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνόου — πρόνοος careful masc/fem/neut gen sg πρόνους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… … Dictionary of Greek